” Διαβάζοντας τις καταγγελίες κάποιων ανθρώπων για τις συνθήκες διαβίωσης στην “Κιβωτό του Κόσμου” και τις κατάρες των χρηστών στα social media να πέφτουν βροχή -για ανθρώπους που μέχρι χτες αποθέωναν-, θα ήθελα να γράψω μερικές ψύχραιμες -θέλω να πιστεύω- σκέψεις.
Κατ’ αρχάς, κανένα παιδί δεν θα έπρεπε να είναι σε δομή παιδικής προστασίας, είτε αυτή είναι δημόσια, ιδιωτική ή εκκλησιαστική. Τα ορφανά παιδιά -ή τα παιδιά με γονείς που δεν μπορούν να τα φροντίσουν- θα έπρεπε να είναι σε ανάδοχες οικογένειες. Με την επίβλεψη, βέβαια, κοινωνικών λειτουργών.
Από την άλλη, αν δεν υπάρχουν ανάδοχες οικογένειες για όλα τα παιδιά, είναι προτιμότερο τα παιδιά να είσαι σε κάποια δομή παιδικής προστασίας από το να βρίσκονται στον δρόμο. Αλλά αυτή η δομή να είναι κρατική, ώστε να υπάρχει όσο το δυνατόν πιο επαρκές προσωπικό και να υπάρχει και ευθύνη. Και θα πρέπει αυτές οι κρατικές δομές να είναι ανοιχτές στην κοινωνία και να ελέγχονται από την κοινωνία.
Διαφωνώ με την ανθρωποφαγία σε βάρος του πατέρα Αντώνιου και των συνεργατών του. Ας γίνει η αστυνομική έρευνα, ας αποδοθούν ευθύνες -αν υπάρχουν- από την Δικαιοσύνη, και ας σταματήσει η ανθρωποφαγία. Αν ένα ή δυο μήλα είναι σάπια, δεν πετάς όλο το καφάσι. Ο πατέρας Αντώνιος έκανε αυτό που μπορούσε να κάνει· εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο. Τέλος πάντων, έκανε κάτι. Διαβάζω πως αυτό του το αναγνωρίζουν και τα παιδιά εκείνα που σήμερα κάνουν τις καταγγελίες. Κάποια παιδιά πήγαν στο σχολείο και έμαθαν γράμματα -εξαιτίας του πατέρα Αντώνιου και της Κιβωτού του Κόσμου-, αντί να ζητιανεύουν στους δρόμους. Καλό είναι να μην ισοπεδώνουμε τα πάντα. Η φιλανθρωπία υπάρχει αιώνες τώρα και δεν έλυσε τα προβλήματα -δεν πιστεύω στη φιλανθρωπία- αλλά, όταν έχεις μπροστά σου έναν άνθρωπο που πεθαίνει της πείνας, καλό είναι να τον ταΐσεις, και να αφήσεις για λίγο την ιδεολογία σου στην άκρη.
Πριν από μερικά χρόνια, ήμουν εθελοντής για κάποια χρόνια σε μια δομή για παιδιά. Ορφανά και εγκαταλελειμμένα παιδιά και με πολλά σωματικά προβλήματα. Αν δεν έχεις ζήσει μια τέτοια κατάσταση, δεν ξέρεις πώς είναι. Εγώ τουλάχιστον δεν ήξερα.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ημέρα που στην ομάδα που κάναμε με τα παιδιά, καθισμένοι σε κύκλο -παιδιά και μεγάλοι, και βέβαια και με κυρίες που είναι κοινωνικοί λειτουργοί-, ζητήσαμε από τα παιδιά να μας πουν τι θυμούνται από τη ζωή τους πριν έρθουν στο ίδρυμα. Δεν θα σας πω τι είπαν αλλά θα σας πω πως, ενώ τα παιδιά μιλούσαν, εγώ κοιτούσα το παράθυρο και σκεφτόμουν να πηδήσω από το παράθυρο, να φύγω και να μην επιστρέψω ποτέ. Πιστέψτε με, οι περισσότεροι θα σκεφτόσασταν το ίδιο. Δεν είναι θέμα προσωπικής δειλίας ή ευαισθησίας, απλά δεν το αντέχεις. Δεν ήταν τόσο οι τρομακτικές και απάνθρωπες ιστορίες που έλεγαν από τη ζωή με τις “οικογένειές” τους αλλά το ότι τα δεκάχρονα παιδιά τα έλεγαν όλα αυτά, χωρίς κανένα δραματικό τόνο. Σαν να είναι φυσιολογικό, ας πούμε, να είσαι ένα παιδί που δεν μπορεί να περπατήσει, να σέρνεσαι στο πάτωμα και να σε σαπίζει διαρκώς στο ξύλο ο πατέρας σου ή η μάνα σου με κλωτσιές.
Μια άλλη μέρα, ένα κοριτσάκι ήταν πολύ χαρούμενο -ενθουσιασμένο θα έλεγα- γιατί μίλησε στο τηλέφωνο με τη μητέρα της -μετά από χρόνια- και η μητέρα της της είπε πως θα την πάρει στο σπίτι. “Αχ, τι ωραία” θα σκεφτεί κάποιος· κι εγώ αυτό σκέφτηκα, όταν το είπε. Όχι. Η μητέρα της -μια γυναίκα με πάρα πολλά προβλήματα και με ανάγκη για βοήθεια και η ίδια- ήθελε απλά να παίρνει το επίδομα για το ανάπηρο παιδί. Οι “οικογένειες” αυτών των παιδιών είναι ακατάλληλες για τα παιδιά. Σκληρό αλλά ξέρουμε όλοι μας πως έτσι είναι. Το βλέπουμε γύρω μας.
Σε μια άλλη περίπτωση, ξέραμε όλοι πως δυο ορφανά κορίτσια που είχαν έρθει από μια άλλη δομή, είχαν βιαστεί σε αυτή την άλλη δομή. Δεν συνεχίζω, αυτές οι ιστορίες δεν έχουν τέλος.
Θα πρέπει κάποτε να σκεφτούμε πως είμαστε τυχεροί -όσοι από εμάς είχαμε την τύχη- που είχαμε γονείς που μας μεγάλωσαν με αγάπη και έκαναν ό,τι μπορούσαν για εμάς. Όσο ήξεραν, όσο μπορούσαν. Είμαστε τυχεροί να έχουμε γονείς που δεν μας πήδησαν, δεν μας εξέδωσαν, δεν μας πλάκωναν στις μπουνιές, δεν μας έκαναν ζητιάνους. Δεν έχουν όλα τα παιδιά αυτή την τύχη. Το διαπιστώνουμε καθημερινά. Ας δείξουμε λοιπόν ευγνωμοσύνη στους γονείς μας, αντί να είμαστε γκρινιάρηδες, άπληστοι και αχάριστοι.
Ζούμε σε μια εποχή που σκέφτεσαι αν πρέπει να βοηθήσεις κάποιον, γιατί μπορείς να βρεις τον μπελά σου. Σε μια εποχή που μπορεί να σταματήσεις να βοηθήσεις κάποιον σε ατύχημα με το αυτοκίνητο, και να βρεθείς κατηγορούμενος για το ατύχημα.
Ζούμε σε μια εποχή που δεν τολμάς να κοιτάξεις ένα παιδάκι ή να χαϊδέψεις τα μαλλιά του, γιατί μπορεί να βρεθείς κατηγορούμενος. Για την ακρίβεια, ζούμε σε μια εποχή που δεν τολμάς να κοιτάξεις στα μάτια κάποιον, γιατί μπορεί να παρεξηγηθεί.
Κι έτσι φτάσαμε στο σημείο να δολοφονούνται άνθρωποι μπροστά στα μάτια μας στο κέντρο της Αθήνας και εμείς να τραβάμε βίντεο με το κινητό, χωρίς να κάνουμε κάποια κίνηση για να το σταματήσουμε. Αλλά μετά στα social media είμαστε αδέκαστοι.
Μπορούμε να είμαστε όσο φοβισμένοι και καχύποπτοι θέλουμε, αλλά σε όλων των ανθρώπων τη ζωή υπάρχουν στιγμές που χρειάζονται βοήθεια. Όπως μου είχε πει εκείνη η φοβερή νοσοκόμα στο νοσοκομείο μετά από μια εγχείρηση -που δεν είχα και μεγάλα κέφια και δεν ήθελα να με πλύνει- “έλα, σήμερα έχεις ανάγκη εσύ, αύριο θα έχω ανάγκη εγώ”. Έτσι είναι.
Ζούμε σε μια εποχή που μπορεί ένας άνθρωπος να κατηγορήσει έναν άλλον για το οτιδήποτε -σε μια τηλεοπτική εκπομπή ή στο Διαδίκτυο- , και αμέσως θα βρεθούν εκατομμύρια άνθρωποι να υιοθετήσουν την οποιαδήποτε κατηγορία, να πετάνε κατάρες και να ζητούν την εξαφάνισή του, χωρίς να υπάρχει κανένα στοιχείο σε βάρος του και χωρίς να έχει δικαστεί.
Ξέρουμε πως υπάρχουν χιλιάδες περιπτώσεις ανθρώπων που καταδικάστηκαν σε θανατική ποινή, εκτελέστηκαν και μετά αποδείχτηκε πως ήταν αθώοι. Αλλά ήταν κάπως αργά. Αργά και για συγγνώμες. Επίσης, πολλοί άνθρωποι αυτοκτόνησαν επειδή δεν άντεξαν την κοινωνική διαπόμπευση.
Ας σταματήσουμε την ανθρωποφαγία και ας επιδείξουμε ψυχραιμία.
Οι κατάρες δεν θα βοηθήσουν κανένα παιδί, κανέναν άνθρωπο.
Δεν είναι όλα θέμα προσωπικής μας προβολής και πώς θα φανούμε αδέκαστοι και ηθικοί, ώστε να πάρουμε πολλά like στα social media.
Ας αφήσουμε τις υποθέσεις για τις οποίες δεν γνωρίζουμε και πολλά πράγματα στις αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους.
Αν δεν εμπιστευόμαστε τις αρμόδιες υπηρεσίες, ας τις αλλάξουμε.
(Υπάρχει ένα εξαιρετικό ψυχολογικό θρίλερ, το “The Hunt” του Τόμας Βίντερμπεργκ με τον Μαντς Μίκελσεν, το οποίο μου έρχεται πάντα στο μυαλό, όταν διαβάζω κατηγορίες για κακοποίηση σε βάρος κάποιου παιδιού ή κάποιου ενήλικα. Δείτε αυτήν την δανέζικη ταινία, αν δεν την έχετε δει. Δείτε πώς είναι να είναι κάποιος αθώος και να θεωρείται ένοχος -επειδή “τα παιδιά δεν λένε ψέματα”- αλλά δείτε και την ευκολία με την οποία βιάζονται να τον καταδικάσουν οι πάντες· ακόμα και οι φίλοι του. Σχεδόν όλοι θέλουν να είναι με τη μεριά των πολλών αλλά αυτή δεν είναι πάντοτε η σωστή πλευρά. Το δίκαιο δεν είναι πάντα η γνώμη των πολλών. Επίσης, τα παιδιά -όπως και οι μεγάλοι- δεν λένε πάντα την αλήθεια. Και τα παιδιά και οι μεγάλοι λένε και ψέματα. Ιδιαίτερα, σε μια εποχή που είναι πολύ δημοφιλές να υποδύεσαι το θύμα. Πουλάει η θυματοποίηση και το έχει περιγράψει υπέροχα ο Πασκάλ Μπρυκνέρ στο βιβλίο του, “Ο πειρασμός της αθωότητας”. Ας αντισταθούμε στον πειρασμό της αθωότητας και ας αναλάβουμε τις ευθύνες μας.)
(Να διευκρινίσω πως δεν έχω καμία σχέση με την Κιβωτό του Κόσμου, δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στην Εκκλησία, δεν συμπαθώ τους παπάδες και είμαι άθεος. Αλλά αυτό δεν με έχει εμποδίσει να έχω γνωρίσει μερικούς ιερείς που ήταν πραγματικοί πνευματικοί άνθρωποι και να έχω κάνει μαζί τους εξαιρετικές συζητήσεις. Σε αντίθεση με τις θρησκείες -που είναι δόγματα-, δεν είμαι δογματικός, δεν είμαι γεμάτος βεβαιότητες και προσπαθώ να μάθω από όλους. Και από αυτούς με τους οποίους διαφωνώ.)